- ὀκνήσας
- ὀκνήσᾱς , ὀκνέωshrink fromaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπολογίζω — ὑπολογίζομαι, ΝΑ [λογίζομαι] 1. κάνω υπολογισμό, λογαριάζω (α. «υπολόγισα τη βενζίνη που καίει το αυτοκίνητο κάθε εβδομάδα» β. «ὑπολογίζομαι εἰς τήν μίσθωσιν», επιγρ.) 2. λαμβάνω υπ όψιν, αποδίδω σημασία (α. «πρέπει να υπολογιστούν και οι… … Dictionary of Greek